Skip to main content

Αρχαία Θάσος

Η ιστορία του νησιού ξεκινά σαν φοινικική αποικία, εξαιτίας των μεταλλείων χρυσού κι αργύρου. Τα μεταλλεία αυτά βρίσκονταν στο ανατολικό τμήμα του νησιού, όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος. Σύμφωνα με την παράδοση, το όνομα του νησιού οφειλόταν στον Φοίνικα πρίγκιπα Θάσο. Ο Θάσος , εγγονός ή γιος του Φοίνικα βασιλιά Αγένορ, αναζητώντας την Ευρώπη σε πολλά μέρη, ήρθε τελικά στο νησί της Θάσου. Σαγηνεμένος από το καταπληκτικό κλίμα και την πλούσια βλάστηση του νησιού και ανήμπορος να επιστρέψει χωρίς την Ευρώπη, εγκατέλειψε την αναζήτηση του. Εγκαταστάθηκε στο νησί, μαζί με την ακολουθία του το οποίο έχει έκτοτε το όνομα του. Ο Ηρόδοτος, ο μεγαλύτερος ιστορικός της αρχαιότητας, είναι κατηγορηματικός σε αυτό το ζήτημα. Το όνομα Θάσος, βέβαια, συσχετίζεται ετυμολογικά με τη λέξη δάσος. Επίσης το νησί ονομάστηκε Ηδώνίς. Χρύση, Ηερίη και Αερία. Πριν από την εγκατάσταση στο νησί των Ελληνικών φύλων το κατοικούσαν πολεμικά θρακικά φύλα. Οι πρώτοι 'Έλληνες που εποίκισαν την Θάσο ήταν Πάριοι, οι οποίοι μόλις εξασφάλισαν την εγκατάσταση τους εδώ, άρχισαν να ιδρύουν πολλές πόλεις στην απέναντι παραλία και να εξουσιάζουν τα περίφημα για τον χρυσό και τον αργυρό μεταλλεία του Παγγαίου. Αποικίες της Θάσου είναι η Γαληψός (παραλία Κάρυανης), η Αισύμη ή Οισύμη (σημ. Ν. Πέραμος), η Σκαπτή Ύλη (στο Παγγαίο ›, η Νεάπολη ( Καβάλα), οι Κρηνίδες (οι έπειτα Φίλιπποι) και η Στρύμη κοντά στη Μαρώνεια.

Πολύ γρήγορα η Θάσος αναπτύχθηκε σ' ένα πλούσιο ναυτικό κι εμπορικό κράτος, με δύο λιμάνια. Την ανώτατη εξουσία είχαν στα χεριά τους τρεις άρχοντες, οι Θεωροί, που εκλέγονταν κάθε χρόνο και που τα ονόματά τους γράφονταν στους τοίχους μιας οικοδομής. Οι Θάσιοι, στον 6ο αιώνα π.χ. έκοψαν νομίσματα και τα δαπάνησαν για να ναυπηγήσουν ισχυρό πολεμικό και εμπορικό στόλο, να οικοδομήσουν το τείχος της πόλης, να κατασκευάσουν τα λιμάνια τους, να κτίσουν τα Ιερά τους και τις σπουδαίες δημόσιες οικοδομές. 'Έτσι αναπτύχθηκε ένας ανθηρός πολιτισμός, που αντιπροσωπεύεται με ένα πλήθος από έργα αρχιτεκτονικής, αγγειοπλαστικής και γλυπτικής, που εκτίθενται στο Μουσείο της Θάσου, αλλά και σε αλλά ευρωπαϊκά Μουσεία.

Η εξάπλωση του Θασιακού εμπορίου φαίνεται από τις σφραγίδες των αμφορέων, με τους οποίους μετέφεραν το κρασί τους, που βρίσκονται από τη Ρωσία και τις ακτές του Ευξείνου Πόντου ως την Αίγυπτο, όπως κι από τη διασπορά των νομισμάτων του νησιού ή των βαρβαρικών απομιμήσεών τους στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη. Εκτός από το κρασί, η Θάσος είναι γνωστή και για το μάρμαρό της, που ήταν περίφημο σ' όλη την αρχαιότητα. Μεγάλα αρχαία λατομεία μαρμάρου βρίσκονται στην Αλυκή, στο νότιο-ανατολικό μέρος του νησιού. Η Θέση της ήταν προνομιακή, όχι μόνο για το εμπόριο με τους Θράκες και την ενδοχώρα, αλλά και για τη ναυσιπλοΐα.

Η Θάσος ήταν ένας σταθμός στο θαλάσσιο δρόμο τόσο από την Αλεξάνδρεια της Τρωάδας προς τις ακτές της Θράκης, όσο και από τη νότια Ελλάδα και τις Κυκλάδες προς τον Εύξεινο Πόντο. Τα λιμάνια της έδιναν ασφάλεια στα πλοία, που αγκυροβολούσαν εδώ, και με την οχυρή ακρόπολή της ασκούσε τον έλεγχο της γύρω Θάλασσας και της απέναντι παραλίας. Από την αποίκιση της Θάσου στο 700 π.Χ. περίπου έως σήμερα η Θέση της αρχαίας πόλης δεν έπαψε σχεδόν καθόλου να κατοικείται. Πάνω στα ερείπια των αρχαίων ελληνικών οικοδομών υψώθηκαν τα βυζαντινά κτήρια και πάνω σ' αυτά τα βενετσιάνικα, τα γενουατικά και, τελευταία, τα τουρκικά. Οι εποχές διαδέχονται η μία την άλλη, δίχως διακοπή. Στο τέλος της εποχής τον χαλκού η Θάσος επικοινωνεί και με τον Μυκηναϊκό κόσμο, που στην τελευταία φάση του έχει φτάσει μέχρι τις ακτές του Β. Αιγαίον και έχει εισχωρήσει και σε ηπειρωτικούς συνοικισμούς της Θράκης. Στην πρώιμη εποχή του σιδήρου, η Θάσος διατηρεί κι ανανεώνει τις πολιτιστικές επαφές με τη Θράκη, ανα-πτύσσοντας παράλληλα μαζί με τα νησιά του ΒΑ Αιγαίου και τη ΒΔ Μικρά Ασία ένα κοινό πολιτιστικό κλίμα, που συγχωνεύει την παλιά τοπική παράδοση της πρώιμης εποχής τον χαλκού με τα πολιτιστικά ρεύματα του Αιγαίου.

Ο Β' Ελληνικός αποικισμός, στις αρχές τον 7ου π.Χ. αιώνα , θα σφραγίσει για πάντα τον πολιτιστικό και φυλετικό χαρακτήρα του νησιού. Η Θάσος Θα λειτουργήσει ως το σημαντικότερο πολιτιστικό κέντρο στο Β. Αιγαίο, απ' όπου Θα μεταφερθεί ο ελληνισμός και η παιδεία τον στη Θράκη. Στο Β' μισό τον 7ο αιώνα π.Χ. αρχίζουν να ιδρύονται οι πρώτες Θασιακές αποικίες στη Θράκη. Η Νεάπολη (σημ. Καβάλα) και η Οισύμη (σημ. Ν. Πέραμος) είναι οι αρχαιότερες Θασιακές αποικίες που ξέρουμε. 'Εως τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. η Θάσος έχει ιδρύσει ένα μεγάλο αποικιακό κράτος στην περιοχή ανάμεσα στον Στρυμόνα και στον Νέστο - περιοχή πού αργότερα θα ονομαστεί «Θασίον'Ηπειρος». Ανατολικά από τον Νέστο μόνον απομονωμένες αποικίες, όπως την Στρύμη, κατάφεραν να κρατήσουν οι Οάσιοι. Οι Οασιακές αποικίες, επώνυμες κι ανώνυμες, είναι μικρά πολίσματα τειχισμένα πάνω σε φυσικές οχυρές θέσεις. Βρίσκονται κυρίως στα παράλια και ελέγχούν φυσικά λιμάνια με μια εύφορη συχνά ενδοχώρα, ή βρίσκονται κοντά σε μεταλλοφόρες περιοχές κι εκμεταλλεύονται πολύτιμα μέταλλα της περιοχής. Η μικρή έκταση πού είχαν οι Οασιακές αποικίες τις κράτησε πάντα σε σχέση μόνιμης εξάρτησης από τη μητρόπολη. Μοναδική εξαίρεση η Νεάπολη πού πολύ νωρίς κόβει δικό της νόμισμα κι ακολούθεί αργότερα δική της ανεξάρτητη πολιτική. Από τις άλλες η Οισύμη και η Γαληψός κόβουν δικό τους νόμισμα μόνο στον 4ο αιώνα π.Χ., ενώ τα υπόλοιπα Οασιακά εμπόρια δεν φαίνεται να είχαν ανεξαρτητοποιηθεί ποτέ από την μητρόπολη. Με τα Θασιακά «εμπόρια» (έτσι ονομάζονται οι μικροί εμπορικοί σταθμοί στη Θράκη, στις αρχαίες πηγές) ταυτίζονται ορισμένες αρχαίες πόλεις που έχουν εντοπιστεί στην παραλία Στρυμόνα-Νέστου κοντά σε γνωστές Θασιακές αποικίες. Οι πόλεις αυτές είναι: Αντισάρα, Ακόντισμα, Πίστυρος και πιθανόν και η Τόπειρος.

Η Θάσος, χάρη στα πλούσια μεταλλεία χρυσού κι αργύρου που κατείχε, έκοψε από πολύ νωρίς μερικά από τα ομορφότερα νομίσματα της Βορείου Ελλάδας. Η κυκλοφορία τους είναι γνωστή σε μια μεγάλη περιοχή, από το Δούναβη μέχρι την Αίγυπτο και την Ιταλία. Η νομισματοκοπία της Θάσου αρχίζει γύρω στο 525 π.Χ. και παύει την εποχή του αυτοκράτορα Γέτα (209-212 μ.Χ.). Τα θασιακά νομίσματα έχουν διακριθεί σε δέκα, χρονολογικά και τυπολογικά καθορισμένες ομάδες. Το συμπέρασμα από έρευνες και από την εξέταση των νομισμάτων, είναι ότι τι θασιακό εμπόριο ήταν προσανατολισμένο προς τα παράλια της ανατολικής Μεσογείου και κυρίως προς τη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο, ακολουθώντας Θαλάσσιούς δρόμους στους οποίους κάποιο ρόλο έπαιζε ως ενδιάμεσος σταθμός και η μητρόπολη της Θάσου Πάρος. Άργυρος, κρασί και δούλοι φαίνεται ότι ήταν τα κύρια εξαγώγιμα προϊόντα της Θάσου. Τα θασιακά πλοία μετέφεραν τα αγαθά αυτά στην Αίγυπτο, τη Φοινίκη, τη Μεγάλη Ελλάδα, περιοχές πλούσιες που συγκέντρωναν το ενδιαφέρον των Οασίων εμπόρων. Οι θέσεις που βρέθηκαν θασιακά νομίσματα κοντά στον άνω ρου του Στρυμόνα και του Νέστού, δείχνουν τις οδούς που ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια ακολουθούσε το θασιακό εμπόριο προς το εσωτερικό της Θράκης.

ΤΟ ΙΕΡΟ ΤΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ

Το Ιερό του Ποσειδώνα, κτισμένο σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, στα ανατολικά του λιμανιού κι ακριβώς απέναντι σε μια από τις πύλες του παραθαλάσσιου τείχους, ήταν εύκολα προσιτό στους ναυτικούς. Μπροστά στην πρόσοψη, διατηρείται πολύ καλά ένας βωμός της Ήρας. Το εσωτερικό του Ιερού, με τοίχους κατεστραμμένους μέχρι τα θεμέλια, χωρίζεται σε δωμάτια που χρησίμευαν σαν κατοικίες των ιερέων ή για διάφορους θρησκευτικούς σκοπούς ή για το θίασο των Ποσειδωνιαστών, που είναι γνωστός από επιγραφές. Το Ιερό του Ποσειδώνα χρονολογείται στον 4ο αιώνα π.χ. Τα τείχη της Θάσου είναι από τα πιο γραφικά και πιο εντυπωσιακά ελληνικά ερείπια. Ένας απέραντος σε έκταση και οχυρός περίβολος, που τον προστάτευαν 12 πύργοι και που το μήκος του είναι τέσσερα περίπου χιλιόμετρα, αγκάλιαζε την αρχαία πόλη. Σαν οικοδομικό υλικό χρησιμοποιήθηκε το μάρμαρο και πολύ σπάνια ο σχιστόλιθος.

Συχνά οι ογκόλιθοι του είναι τεράστιοι και προκαλούν τον θαυμασμό. Οι πιο πολλές από τις πύλες του είναι αφιερωμένες σε προστάτες της πόλης θεούς κι έχουν πολύ σημαντικά ανάγλυφα. Το τείχος της Θάσου ανήκει σε διάφορες εποχές. Στο κύλισμα των αιώνων έγιναν διαφορές καταστροφές και επισκευές. Καινούριες οχυρώσεις έγιναν στον 14ο και Ι5ο αιώνα από τους Γενουάτες. τόσο στην ακρόπολη, όσο και στην περιοχή του λιμανιού. Το αρχαίο θέατρο της Θάσου είναι από τα πιο εντυπωσιακά και πιο όμορφα αρχαία θέατρα της αρχαιότητας, που έχουν αναστηλωθεί και λειτουργούν από το τέλος της δεκαετίας του Ι950. Η μία πλευρά του θεάτρου στηρίζεται στο τείχος.

Το Θέατρο της Θάσου αναφέρεται για πρώτη φορά από τον πατέρα της ιατρικής Ιπποκράτη, που διέμεινε στο νησί στο τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα. Λίγο αργότερα στον 4ο π.Χ. αιώνα, χτίστηκε το θέατρο από μάρμαρο. Το θέατρο, με τη μορφή που έχει τώρα, είναι ρωμαϊκής εποχής. Στο τέλος του 2ου μ.Χ. αιώνα, η ορχήστρα μεταβλήθηκε σε αρένα. Με τις ανασκαφές αποκαλύφτηκαν αρκετές σειρές από μαρμάρινα εδώλια. Σε πολλά από αυτά είναι χαραγμένα ονόματα και επιγραφές.

Στη συνέχεια του αρχαίου θεάτρου και μάλιστα νοτιοδυτικά του συναντούμε την ακρόπολη. Το τμήμα του τείχους από το θέατρο μέχρι την ακρόπολη έχει καταστραφεί ολότελα. Η ακρόπολη, στην τωρινή της μορφή, ανήκει στους μεσαιωνικούς χρόνους. Στην οικοδομή των τοίχων, που έχουν ασβεστοκονίαμα, χρησιμοποιήθηκε πολύ αρχαίο υλικό, πλίνθοι μαρμάρου, τρίγλυφα κι επιγραφές. Ο ανατολικός τοίχος της ακρόπολης, φαίνεται να είναι αρχαιότερος από τη μεσαιωνική εποχή. Δύο πύργοι, μία δεξαμενή νερού κι ένα ερειπωμένο παρεκκλήσι, από το οποίο σώζεται η αψίδα μ' ένα παράθυρο, είναι τα μόνα κτήρια της ακρόπολης. Η θέα από ψηλά είναι υπέροχη και συχνά στ' ανατολικά, στο βάθος της θάλασσας, φαίνεται ή Σαμοθράκη.

Πολύ κοντά στο λιμάνι, απλώνεται σε ερείπια το πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο της αρχαίας πολιτείας, η Αγορά. Τα κυριότερα μνημεία και οι οικοδομές που στόλιζαν την Αγορά στην αρχαία εποχή, είναι τα παρακάτω:

Τα προπύλαια. Εδώ οδηγούσε ένας αρχαίος δρόμος, που ερχόταν από μια πύλη του τείχους, δίπλα στο λιμάνι. Στο βάθος των προπυλαίων ανοίγεται η είσοδος, που οδηγεί σε μια στοά, με κατώφλι φθαρμένο από τα βήματα. Οι εξέδρες. Στην πλατεία της Αγοράς, είναι ευθυγραμμισμένες πέντε εξέδρες. Ανήκουν στο τέλος του Ζου ή στις αρχές του Ιου πΧ. αιώνα. Ο μεγάλος βωμός. Ανήκει στον 3ο π.Χ. αιώνα και μας είναι άγνωστος ο θεός που λατρευόταν εδώ. Το μνήμα του Γλαύκου. Το μνημείο του Γλαύκου, πιθανόν ένα κενοτάφιο, είναι το πιο αρχαίο μνημείο της Αγοράς. Ο πωρόλιθος έχει φθαρεί από τα βήματα. 'Ένα από τα μάρμαρα του μνημείου φέρει την αρχαιότερη γνωστή επιγραφή της Θάσου, γραμμένη βουστροφηδόν. Η πλώρη του πλοίου. Στη μέση ενός τετράγωνου πλακόστρωτου χώρου, υψώνεται η μαρμάρινη πλώρη ενός καραβιού. Είναι πιθανό, πως στη βάση αυτή υψωνόταν ένα άγαλμα Νίκης, σύμφωνα με το πρότυπο της Νίκης της Σαμοθράκης. Η Αγορά της Θάσου έχει θαυμάσιο σύστημα αποχέτευσης. Υπάρχουν μαρμάρινοι ακάλυπτοι αγωγοί, μαρμάρινες κοιλότητες, δύο υπόνομοι.

ΤΟ ΙΕΡΟ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΗΣ

Το Αρτεμίσιο είναι από τα αρχαιότερα μνημεία του νησιού. Χρονολογείται τον 6ο αιώνα π.Χ. και βρίσκεται νότια της Διόδου των Θεωρών, στην πλαγιά του λόφου πάνω σε τεχνητό άνδηρο. Στο ιερό βρέθηκαν, το Ι9Ι0, αγάλματα αρχοντισσών της Θάσου (Θεαναί), τα οποία μεταφέρθηκαν στο Μουσείο Κωνσταντινουπόλεως ενώ οι ανασκαφές
έφεραν στο φως αναθήματα και αγγεία της αρχαϊκής περιόδου (700-500 π.Χ.). Τα περισσότερα ευρήματα σ' αυτόν το χώρο είναι πράγματα που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες οι οποίες τα αφιέρωσαν στην προστάτιδα τους θεά, την Άρτεμη. Κοσμήματα χρυσά ή χάλκινα ή από ελεφαντοστό, καθρέφτες, λάμπες, πήλινα ειδώλια διαφόρων τύπων, πολύχρωμα γυάλινα αγγεία κα. 'Όλα αυτά δείχνουν πόσο σπουδαία ήταν ήδη η λατρεία της θεάς από την πρώιμη αρχαϊκή εποχή. Το Ιερό αυτό είναι το ίδιο που είδε ο Ιπποκράτης, ο περίδοξος 'Έλληνας γιατρός όταν έφθασε στη Θάσο, στο τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα.